Δημοφιλής κωμικός ηθοποιός, ο πιο αγαπητός και διάσημος «βλάχος» του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Το όνομά του συνδέθηκε με τη χρυσή εποχή της επιθεώρησης και του εμπορικού κινηματογράφου. Οι ατάκες του «Τίποτας», «Ασουπή», «Αμ’ πώς;», «Τ’ άκοσες πολί μου», άφησαν εποχή.
O Κώστας Χατζηχρήστος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1921. Οι γονείς του κατάγονταν από την Κωνσταντινούπολη και μετά τους τουρκικούς διωγμούς εγκαταστάθηκαν πρώτα στην Καβάλα κι ύστερα στη Θεσσαλονίκη. Λίγο μετά τη γέννηση του Κώστα, η πολύτεκνη οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Παγκρατίου.
Αρχικά, ο Κώστας Χατζηχρήστος ακολούθησε στρατιωτική καριέρα. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ανθυπασπιστών της Σύρας, αλλά πολύ γρήγορα τον κέρδισε το θέατρο. Τελειώνοντας τη Σχολή ξέσπασε ο πόλεμος και ακολούθησε η κατοχή, όπου πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή με το θίασο του Λουκή Μυλωνά, διάσημου μπουλουκτζή εκείνης της εποχής. Στα μέσα της δεκαετίας, μετά από ένα εφήμερο γάμο με κάποια Νίτσα, εγκαθίσταται στην Αθήνα και συμμετέχει σε θιάσους ποικιλιών (βαριετέ).
Ο Ηλίας του 16ουΉδη, κάποιοι ξεχωρίζουν το κωμικό ταλέντο του. Το 1949 συνεργάζεται με το μουσικό θίασο της Κούλας Νικολαΐδου και το 1951 συμμετέχει στις επιθεωρήσεις του θεάτρου «Ακροπόλ», όπου πλάθει για πρώτη φορά τον «Θύμιο», ένα σατιρικό τύπο, που μέλλει να τον ακολουθήσει σ’ όλη την καλλιτεχνική του διαδρομή. Ενδιάμεσα, παντρεύεται τη Μαίρη Νικολαΐδου, αδελφή της Κούλας Νικολαΐδου, με την αποκτά το πρώτο του παιδί, την Τέτα (Φυσσούν).
Το 1952 συγκρότησε το δικό του θίασο, ενώ συνέπραξε ως συνθιασάρχης με εκλεκτούς πρωταγωνιστές της εποχής. Από το 1953 έως το 1955 συνεργάστηκε με τον Κούλη Στολίγκα και την Καίτη Ντιριντάουα, την οποία αργότερα παντρεύτηκε και απέκτησε μία κόρη, τη Μαριαλένα. Το ζευγάρι χώρισε το 1975.
Το 1959 ο Κώστας Χατζηχρήστος είναι πλέον μεγάλη δύναμη στο χώρο του ελαφρού θεάτρου (κωμωδία, επιθεώρηση), τόσο ως ηθοποιός, όσο και ως θεατρικός παραγωγός. Ξοδεύει μεγάλα ποσά για άρτιες θεατρικές παραγωγές και συνεργάζεται με την αφρόκρεμα του ελληνικού θεάτρου. Με ηθοποιούς, όπως η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Γεωργία Βασιλειάδου, ο Νίκος Σταυρίδης, ο Γιάννης Γκιωνάκης και θεατρικούς συγγραφείς, όπως ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, ο Νίκος Τσιφόρος και ο Σωτήρης Πατατζής. Κάνει πολλές περιοδείες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με μεγάλη επιτυχία.
Το 1961 ανακαλύπτει μία αποθήκη ιδιοκτησίας του Πανάγιου Τάφου, τη νοικιάζει και τη μετατρέπει σε θέατρο («Θέατρο Χατζηχρήστου»), το οποίο θα χάσει χρόνια αργότερα, λόγω χρεών. Μία από τις παραγωγές του, που άφησαν εποχή και τον κατέστρεψαν οικονομικά, ήταν το «Καζινό Ντε Παρί» (1963), ένα χολιγουντιανό κυριολεκτικά υπερθέαμα, με αυτοκίνητα πάνω στη σκηνή, αεροπλάνα, μπαλέτα. «Εκατόν δεκαοχτώ άτομα κάθε βράδυ να πληρώνονται. Τα ’χε βάλει η Ντιριντάουα κάτω με μολύβι και χαρτί και μου λέει: Κάθε βράδυ φουλ να είσαι, θα χάνεις και τριάντα οχτώ χιλιάρικα», έλεγε ο Κώστας Χατζηχρήστος.
Ο ΜπακαλόγατοςΜεγάλη και σημαντική υπήρξε και η κινηματογραφική του δραστηριότητα, με περισσότερες από 100 ταινίες στο ενεργητικό του. Ο ίδιος υπήρξε παραγωγός τριών ταινιών και σκηνοθέτησε άλλες οκτώ. Έκανε το ντεμπούτο του το 1952 στην κωμωδία των Ασημακόπουλου – Τσιφόρου «Ο Πύργος των Ιπποτών» και πολύ γρήγορα καθιερώθηκε ως ένας απ’ τους δημοφιλέστερους κωμικούς της μεγάλης οθόνης με το χαρακτήρα του «Θύμιου», ενός κουτοπόνηρου επαρχιώτη που φτάνει στην Αθήνα για να μπερδέψει τους πρωτευουσιάνους με τη χωριάτικη νοοτροπία του.
Ακολούθησαν μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες, πολλές από τις οποίες ήταν μεταφορά από το θέατρο: «Τα Κωθώνια του Συντάγματος» (1956), «Οι Τρεις Ντετέκτιβ» (1957), «Τσαρούχι, Πιστόλι, Παπιγιόν» (1957), «Γερακίνα» (1958), «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα» (1959), «Να Ζήσουν τα Φτωχόπαιδα» (1959), «Ο Ηλίας του 16ου» (1959), «Λαός και Κολωνάκι» (1959), «Ο Θύμιος τα ’χει Τετρακόσια» (1960), «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960), «Ο Δήμος από τα Τρίκαλα» (1962), «Ο κύριος Πτέραρχος» (1963) και «Της Κακομοίρας» (1963).
Από τη δεκαετία του ‘70, ο Κώστας Χατζηχρήστος αραίωσε τις εμφανίσεις του, λόγω και προσωπικών προβλημάτων. Μετά το θάνατο της τέταρτης γυναίκας του, στα 42 της χρόνια, καταρρέει και βρίσκει παρηγοριά του το ποτό, το οποίο τον περιθωριοποιεί για αρκετά χρόνια. Τελευταία του εμφάνιση εκείνη την περίοδο της απομόνωσής του ήταν στην επιθεώρηση «Ανδρέα προχώρα, σε θέλει άλλη χώρα».
Λεφτά. «Από τα χέρια μου πέρασαν πολλά χρήματα. Επρεπε να κρατώ πισινή. Ούτε χαρτοπαίκτης ήμουνα, ούτε ιπποδρομιάκιας. Ημουν αυτός που όταν τέλειωνε η παράσταση έπαιρνα όλο τον θίασο και πηγαίναμε να γλεντήσουμε όλοι μαζί, είχε πει σε συνέντευξή του το ’97 στον «Αδέσμευτο Τύπο».
Αλκοόλ. «Το άτιμο κόντεψε να με ξεκάνει. Η πρώτη μου γνωριμία μαζί του έγινε το 1953. Τότε το πρωτόβαλα στο στόμα μου. Είχαμε πάει τουρνέ στην Αίγυπτο. Εγιναν πολλά εκεί… (…) Μου το ‘μαθε ο Κούλης Στολίγκας. Το ‘μαθα. Το συνήθισα… Θυμάμαι, επειδή απαγορευόταν μετά τις 12 το βράδυ η κατανάλωση αλκοόλ, έριχνα το ουίσκι σε μια κούπα λερωμένη από καφέ κι έτσι οι Αιγύπτιοι νόμιζαν ότι έπινα καφέ». Τριάντα πέντε χρόνια μετά -όπως παραδέχθηκε σε συνέντευξή του στο «Εθνος»- το ξανάπιασε και πάλι. «Ο θάνατος της τρίτης γυναίκας μου με έκανε κομμάτια». «Αρχισα να πίνω χωρίς κανένα μέτρο. Ζούσα μονο για να πίνω. Αρρώστησα. Χάθηκα από τη θεατρική ζωή. Επινα συντροφιά με τον σκύλο μου…».
O Κώστας Χατζηχρήστος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1921. Οι γονείς του κατάγονταν από την Κωνσταντινούπολη και μετά τους τουρκικούς διωγμούς εγκαταστάθηκαν πρώτα στην Καβάλα κι ύστερα στη Θεσσαλονίκη. Λίγο μετά τη γέννηση του Κώστα, η πολύτεκνη οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Παγκρατίου.
Αρχικά, ο Κώστας Χατζηχρήστος ακολούθησε στρατιωτική καριέρα. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ανθυπασπιστών της Σύρας, αλλά πολύ γρήγορα τον κέρδισε το θέατρο. Τελειώνοντας τη Σχολή ξέσπασε ο πόλεμος και ακολούθησε η κατοχή, όπου πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή με το θίασο του Λουκή Μυλωνά, διάσημου μπουλουκτζή εκείνης της εποχής. Στα μέσα της δεκαετίας, μετά από ένα εφήμερο γάμο με κάποια Νίτσα, εγκαθίσταται στην Αθήνα και συμμετέχει σε θιάσους ποικιλιών (βαριετέ).
Ο Ηλίας του 16ουΉδη, κάποιοι ξεχωρίζουν το κωμικό ταλέντο του. Το 1949 συνεργάζεται με το μουσικό θίασο της Κούλας Νικολαΐδου και το 1951 συμμετέχει στις επιθεωρήσεις του θεάτρου «Ακροπόλ», όπου πλάθει για πρώτη φορά τον «Θύμιο», ένα σατιρικό τύπο, που μέλλει να τον ακολουθήσει σ’ όλη την καλλιτεχνική του διαδρομή. Ενδιάμεσα, παντρεύεται τη Μαίρη Νικολαΐδου, αδελφή της Κούλας Νικολαΐδου, με την αποκτά το πρώτο του παιδί, την Τέτα (Φυσσούν).
Το 1952 συγκρότησε το δικό του θίασο, ενώ συνέπραξε ως συνθιασάρχης με εκλεκτούς πρωταγωνιστές της εποχής. Από το 1953 έως το 1955 συνεργάστηκε με τον Κούλη Στολίγκα και την Καίτη Ντιριντάουα, την οποία αργότερα παντρεύτηκε και απέκτησε μία κόρη, τη Μαριαλένα. Το ζευγάρι χώρισε το 1975.
Το 1959 ο Κώστας Χατζηχρήστος είναι πλέον μεγάλη δύναμη στο χώρο του ελαφρού θεάτρου (κωμωδία, επιθεώρηση), τόσο ως ηθοποιός, όσο και ως θεατρικός παραγωγός. Ξοδεύει μεγάλα ποσά για άρτιες θεατρικές παραγωγές και συνεργάζεται με την αφρόκρεμα του ελληνικού θεάτρου. Με ηθοποιούς, όπως η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Γεωργία Βασιλειάδου, ο Νίκος Σταυρίδης, ο Γιάννης Γκιωνάκης και θεατρικούς συγγραφείς, όπως ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, ο Νίκος Τσιφόρος και ο Σωτήρης Πατατζής. Κάνει πολλές περιοδείες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με μεγάλη επιτυχία.
Το 1961 ανακαλύπτει μία αποθήκη ιδιοκτησίας του Πανάγιου Τάφου, τη νοικιάζει και τη μετατρέπει σε θέατρο («Θέατρο Χατζηχρήστου»), το οποίο θα χάσει χρόνια αργότερα, λόγω χρεών. Μία από τις παραγωγές του, που άφησαν εποχή και τον κατέστρεψαν οικονομικά, ήταν το «Καζινό Ντε Παρί» (1963), ένα χολιγουντιανό κυριολεκτικά υπερθέαμα, με αυτοκίνητα πάνω στη σκηνή, αεροπλάνα, μπαλέτα. «Εκατόν δεκαοχτώ άτομα κάθε βράδυ να πληρώνονται. Τα ’χε βάλει η Ντιριντάουα κάτω με μολύβι και χαρτί και μου λέει: Κάθε βράδυ φουλ να είσαι, θα χάνεις και τριάντα οχτώ χιλιάρικα», έλεγε ο Κώστας Χατζηχρήστος.
Ο ΜπακαλόγατοςΜεγάλη και σημαντική υπήρξε και η κινηματογραφική του δραστηριότητα, με περισσότερες από 100 ταινίες στο ενεργητικό του. Ο ίδιος υπήρξε παραγωγός τριών ταινιών και σκηνοθέτησε άλλες οκτώ. Έκανε το ντεμπούτο του το 1952 στην κωμωδία των Ασημακόπουλου – Τσιφόρου «Ο Πύργος των Ιπποτών» και πολύ γρήγορα καθιερώθηκε ως ένας απ’ τους δημοφιλέστερους κωμικούς της μεγάλης οθόνης με το χαρακτήρα του «Θύμιου», ενός κουτοπόνηρου επαρχιώτη που φτάνει στην Αθήνα για να μπερδέψει τους πρωτευουσιάνους με τη χωριάτικη νοοτροπία του.
Ακολούθησαν μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες, πολλές από τις οποίες ήταν μεταφορά από το θέατρο: «Τα Κωθώνια του Συντάγματος» (1956), «Οι Τρεις Ντετέκτιβ» (1957), «Τσαρούχι, Πιστόλι, Παπιγιόν» (1957), «Γερακίνα» (1958), «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα» (1959), «Να Ζήσουν τα Φτωχόπαιδα» (1959), «Ο Ηλίας του 16ου» (1959), «Λαός και Κολωνάκι» (1959), «Ο Θύμιος τα ’χει Τετρακόσια» (1960), «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960), «Ο Δήμος από τα Τρίκαλα» (1962), «Ο κύριος Πτέραρχος» (1963) και «Της Κακομοίρας» (1963).
Από τη δεκαετία του ‘70, ο Κώστας Χατζηχρήστος αραίωσε τις εμφανίσεις του, λόγω και προσωπικών προβλημάτων. Μετά το θάνατο της τέταρτης γυναίκας του, στα 42 της χρόνια, καταρρέει και βρίσκει παρηγοριά του το ποτό, το οποίο τον περιθωριοποιεί για αρκετά χρόνια. Τελευταία του εμφάνιση εκείνη την περίοδο της απομόνωσής του ήταν στην επιθεώρηση «Ανδρέα προχώρα, σε θέλει άλλη χώρα».
Λεφτά. «Από τα χέρια μου πέρασαν πολλά χρήματα. Επρεπε να κρατώ πισινή. Ούτε χαρτοπαίκτης ήμουνα, ούτε ιπποδρομιάκιας. Ημουν αυτός που όταν τέλειωνε η παράσταση έπαιρνα όλο τον θίασο και πηγαίναμε να γλεντήσουμε όλοι μαζί, είχε πει σε συνέντευξή του το ’97 στον «Αδέσμευτο Τύπο».
Αλκοόλ. «Το άτιμο κόντεψε να με ξεκάνει. Η πρώτη μου γνωριμία μαζί του έγινε το 1953. Τότε το πρωτόβαλα στο στόμα μου. Είχαμε πάει τουρνέ στην Αίγυπτο. Εγιναν πολλά εκεί… (…) Μου το ‘μαθε ο Κούλης Στολίγκας. Το ‘μαθα. Το συνήθισα… Θυμάμαι, επειδή απαγορευόταν μετά τις 12 το βράδυ η κατανάλωση αλκοόλ, έριχνα το ουίσκι σε μια κούπα λερωμένη από καφέ κι έτσι οι Αιγύπτιοι νόμιζαν ότι έπινα καφέ». Τριάντα πέντε χρόνια μετά -όπως παραδέχθηκε σε συνέντευξή του στο «Εθνος»- το ξανάπιασε και πάλι. «Ο θάνατος της τρίτης γυναίκας μου με έκανε κομμάτια». «Αρχισα να πίνω χωρίς κανένα μέτρο. Ζούσα μονο για να πίνω. Αρρώστησα. Χάθηκα από τη θεατρική ζωή. Επινα συντροφιά με τον σκύλο μου…».
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου