Ήταν το μακρινό 1973 όταν ο κ. Γιάννης Χαρισιάνης άνοιξε το μαγειρείο «Σερραϊκόν» επί της οδού Κωνσταντινουπόλεως απέναντι ακριβώς από το παλιό νοσοκομείο «Αγία Σοφία», το σημερινό Ιπποκράτειο.
Εποχές οικονομικά και κοινωνικά δύσκολες, καθώς η
σταθερότητα στην Ελλάδα μόνο δεδομένη δεν ήταν, ωστόσο εκείνος με την ορμή και το πάθος που του έδιναν τα νιάτα αποφάσισε να κάνει τα πρώτα του βήματα ως ιδιοκτήτης και παράλληλα ως μάγειρας στον χώρο της εστίασης.Νωρίτερα είχε δουλέψει σε άλλα εστιατόρια στο κέντρο της Θεσσαλονίκης στην περιοχή της Ροτόντας, σε ψαροταβέρνα στην Περαία, και σε ένα «μπιφτεκάδικο» στην Ανάληψη.
Το κατάστημα έκανε εγκαίνια στις 13 Νοεμβρίου 1973 όταν όλη η χώρα ήταν σε αναβρασμό, καθώς πάλευε να αποτινάξει τους δικτάτορες της Χούντας. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν πολύ γρήγορα και λίγες ημέρες μετά το άνοιγμα του εστιατορίου ξεκίνησε η εξέγερση του Πολυτεχνείου.
«Η εποχή ήταν πολύ δύσκολη, 13 Νοεμβρίου ανοίξαμε και στις 17 του μήνα έγιναν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Μόλις 4 ημέρες αφού κάναμε τα εγκαίνια τα πάντα έκλεισαν, απαγορεύτηκε η κίνηση και δεν μπορούσα καν να έρθω στο μαγαζί καθώς έμεινα στην Κασσάνδρου. Μόλις είχα στήσει το μαγαζί κι αυτό ήταν ένα μεγάλο σοκ», λέει ο κ. Χαρισιάνης στη Voria.
ργότερα, η κατάσταση ομαλοποιήθηκε, η Δημοκρατία αποκαταστάθηκε και το εστιατόριο μέρα με την ημέρα πήγαινε όλο και καλύτερα και γινόταν όλο και πιο γνωστό για τα μαγειρευτά του φαγητά.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν ο κ. Χαρισιάνης είδε τα πράγματα να αλλάζουν αρκετές φορές. Έζησε τις καλές εποχές της άνθισης της ελληνικής οικονομίας, αργότερα την κάμψη και τις δυσκολίες με τα μνημόνια, την ανάκαμψη και μετέπειτα τις δύσκολες ημέρες της πανδημίας του κορωνοϊου.
Ωστόσο δεν το έβαλε κάτω και πάλεψε για να κρατήσει το Σερραϊκόν ανοιχτό για πάνω από μισό αιώνα μέχρι πριν λίγο καιρό που αποφάσισε πως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να κλείσει ο κύκλος . Κι έτσι στα 78 του αποχωρίζεται το αγαπημένο του μαγειρείο, την μαντεμένια κουζίνα, τα μαγειρικά σκεύη, τη μυρωδιά των φαγητών που είχαν ποτίσει τους τοίχους του καταστήματος, τους πελάτες του με πολλούς από τους οποίους είχαν αναπτύξει όλα αυτά τα χρόνια μια στενή σχέση.
Όπως λέει ο ίδιος το να κρεμάσει τις κουτάλες και να πουλήσει την επιχείρηση κάθε άλλο παρά εύκολη απόφαση ήταν, αφού η επιχείρηση ήταν η ίδια του η ζωή, όμως τα χρόνια βάρυναν στις πλάτες του και σε συνδυασμό με την ανάπλαση της περιοχής που για τον ίδιο ήταν μια οικονομική καταστροφή, έγραψε τους τίτλους τέλους.
Τον συναντήσαμε λίγες μέρες πριν κλείσει το κατάστημα και μας έκανε εντύπωση πως ο κ. Γιάννης δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι πλησιάζει το τέλος μιας ολόκληρης εποχής.
«Μου φαίνεται πως όλα αυτά τα χρόνια ήταν σαν μια ημέρα», μας είπε με τα μάτια του έτοιμα να δακρύσουν.
Για 52 συνεχή χρόνια κάθε ημέρα ξυπνούσε πολύ νωρίς το πρωί, έφευγε από το σπίτι του, έφτανε στο μαγαζί στις 6.30, ξεκλείδωνε και αφού έπινε έναν καφέ στρωνόταν στις ετοιμασίες για να μαγειρέψει, προκειμένου τα φαγητά να είναι έτοιμα κατά τις 12, ώρα που υποδεχόταν τους πρώτους πελάτες του.
Κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν λέει πως μέσα στο μαγαζί διαδραματίστηκαν σημαντικές στιγμές χαράς, αλλά και λύπης.
«Παλιά ο κόσμος ήταν πιο ανοιχτός, είχε χρήματα στην τσέπη του. Κάθε απόγευμα ο δρόμος γέμιζε με αυτοκίνητα από πελάτες που ερχόταν να φάνε μετά τη δουλειά. Εργάτες, βιοτέχνες, άλλοι επαγγελματίες έφταναν εδώ ακόμη και από τη Σίνδο προκειμένου να φάνε το αγαπημένο τους φαγητό ή να το πάρουν πακέτο για το σπίτι. Απέναντι ήταν το νοσοκομείο ερχόταν γιατροί, νοσηλευτές και άλλο προσωπικό. Κάποιοι γιόρταζαν εδώ την πρόσληψή τους και άλλοι την συνταξιοδότησή τους. Τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα είχα 40 γιατρούς που έκαναν τραπέζια. Επίσης είχαμε παραγγελίες και στέλναμε μέσα στο νοσοκομείο ταψιά ολόκληρα. Υπήρχαν ημέρες που έφτιαχνα μέχρι και 170 μερίδες μοσχάρι κοκκινιστό και δεν έφτανε», μας λέει με μια γλυκιά νοσταλγία.
Το μυστικό του «Σερραϊκόν», όπως αποκαλύπτει ο έμπειρος μάγειρας ήταν η παραδοσιακή μαντεμένια κουζίνα που έκανε τα φαγητά όπως για παράδειγμα τα ρεβίθια, τα φασόλια, το φρικασέ, το στιφάδο, τη μελιτζάνα, το μοσχάρι πολύ νόστιμα. Το μοσχαράκι έλιωνε στο στόμα, το φρικασέ μοσχοβολούσε δυόσμο, το στιφάδο είχε άφθονα μπαχαρικά, οι μελιτζάνες έβγαιναν μελωμένες.
«Μαγειρεύαμε με φρέσκα υλικά και είχαμε τα πάντα προσεγμένα από τις μερίδες μέχρι τη σαλάτα. Δεν κάναμε εκπτώσεις στο φαγητό και αυτό έκανε την διαφορά», επισημαίνει.
Με σκληρή, αδιάκοπη δουλειά ο κ. Χαρισιάνης και η σύζυγός τους, μεγάλωσαν τα δυο τους παιδιά και πλέον απολαμβάνουν τη σύνταξή τους.
Σύμφωνα με όσα λέει η δουλειά δεν τον τρόμαξε ποτέ και επικαλείται μια τουρκική λέξη: «Τον μάγειρα τον λένε αχτσί γιατί είναι όλο με ένα αχ στο στόμα. Άχ δεν πρόλαβα, αχ δεν έφτασαν, αχ δεν πουλήθηκαν, όλα με ένα αχ».
Τη στενοχώρια για την αποχώρηση ωστόσο αντικαθιστά το γεγονός πως οι νέοι ιδιοκτήτες του μαγειρείου θα συνεχίσουν την παράδοση που ο ίδιος με μόχθο, μεράκι και αγάπη έχτισε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου