Εκπνέει την Παρασκευή η προθεσμία που έχουν όσοι είναι παντρεμένοι να αποφασίσουν αν θέλουν να… χωρίσουν για τα μάτια της Εφορίας.
Ωστόσο η απόφαση μόνο εύκολη δεν είναι αφού για να είναι ορθή χρειάζεται, χαρτί, μολύβι και έναν λογιστή. Και αυτό διότι δεν είναι σίγουρο ότι θα έχουν όφελος από μία τέτοια κίνηση.
Η καταληκτική ημερομηνία είναι η 28η Φεβρουαρίου και όσοι έγγαμοι φορολογούμενοι θέλουν να κάνουν χωριστές φορολογικές δηλώσεις πρέπει να υποβάλλουν την σχετική αίτηση. Έτσι πριν κάνουν την κίνηση αυτή θα πρέπει να δουν αν πραγματικά τους συμφέρει ή όχι.
Οι χωριστές φορολογικές δηλώσεις κρύβουν παγίδες έξτρα φόρου για τα εισοδήματα που απέκτησαν τον 2019 και θα τα εμφανίσουν στην φετινή τους φορολογική δήλωση.
Οι παγίδες κρύβονται στα τεκμήρια διαβίωσης και στις δαπάνες κατοχύρωσης της έκπτωσης φόρου των 1.900 – 2.100 ευρώ που οδηγεί σε έμμεσο αφορολόγητο όριο.
Ειδικότερα:
Σε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων, αν τα τεκμήρια διαβίωσης που βαρύνουν τον έναν εκ των δύο συζύγων προσδιορίζουν το τεκμαρτό εισόδημά του σε επίπεδο υψηλότερο του δηλωθέντος, η επιπλέον διαφορά εισοδήματος δεν θα είναι δυνατό να καλυφθεί από το δηλωθέν εισόδημα του άλλου συζύγου, διότι αυτό θα αναγράφεται σε ξεχωριστή δήλωση. Έτσι, ο σύζυγος του οποίου το τεκμαρτό εισόδημα θα είναι μεγαλύτερο του δηλωθέντος θα κληθεί να καταβάλει αδίκως σημαντικού ύψους φόρο εισοδήματος. Μια τέτοια εξέλιξη είναι βέβαιο ότι θα πλήξει κυρίως τις γυναίκες συζύγους που δεν εργάζονται, αλλά είναι νοικοκυρές. Ειδικά στις περιπτώσεις αυτές, επειδή το δηλωθέν εισόδημα θα είναι μηδενικό, το φορολογητέο εισόδημα θα προσδιορίζεται εξ ολοκλήρου από τα τεκμήρια διαβίωσης σε επίπεδο σημαντικά υψηλότερο των 3.000 ευρώ (3.000 ευρώ το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης, συν τα τεκμήρια για τις κατοικίες και το Ι.Χ. που χρησιμοποιεί η σύζυγος). Το τεκμαρτό αυτό εισόδημα θα θεωρείται ως «εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες», το οποίο θα είναι αφορολόγητο μέχρι το επίπεδο των 8.636-9.545 ευρώ υπό την προϋπόθεση ότι στο όνομα της συζύγου έχουν εξοφληθεί με «πλαστικό χρήμα» ή με άλλο μέσο ηλεκτρονικής πληρωμής δαπάνες για αγορές αγαθών και λήψη υπηρεσιών συνολικού ετήσιου ύψους 10%-18,75% του εισοδήματος αυτού. Αν δεν έχουν εξοφληθεί με τον τρόπο αυτό από τη σύζυγο οι συγκεκριμένες δαπάνες, τότε για ποσοστό μέχρι 10%-18,75% του τεκμαρτού της εισοδήματος θα κληθεί να πληρώσει «πέναλτι» φόρου 22%.
Κάλυψη e-αποδείξεων. Οι χωριστές δηλώσεις θα δημιουργήσουν γενικότερο πρόβλημα στην κάλυψη του απαιτούμενου ποσοστού επί του εισοδήματος κάθε συζύγου με δαπάνες που έχουν γίνει με πλαστικό χρήμα. Όσοι δεν καλύψουν το απαιτούμενο ποσό με πλαστικό ή ηλεκτρονικό χρήμα τότε θα χρεωθεί με το «πέναλτι» του επιπλέον φόρου 22%. Κι αυτό διότι αν ο ένας σύζυγος υπερκαλύπτει με τις δικές του δαπάνες το απαιτούμενο ποσοστό και ο άλλος δεν το καλύπτει, δεν θα μπορεί να γίνει μεταφορά του επιπλέον ποσού από τον έναν σύζυγο στον άλλον. Έτσι ο σύζυγος που δεν θα καλύπτει το απαιτούμενο ποσοστό θα χρεώνεται με τον επιπλέον φόρο 22%.
Ωστόσο η απόφαση μόνο εύκολη δεν είναι αφού για να είναι ορθή χρειάζεται, χαρτί, μολύβι και έναν λογιστή. Και αυτό διότι δεν είναι σίγουρο ότι θα έχουν όφελος από μία τέτοια κίνηση.
Η καταληκτική ημερομηνία είναι η 28η Φεβρουαρίου και όσοι έγγαμοι φορολογούμενοι θέλουν να κάνουν χωριστές φορολογικές δηλώσεις πρέπει να υποβάλλουν την σχετική αίτηση. Έτσι πριν κάνουν την κίνηση αυτή θα πρέπει να δουν αν πραγματικά τους συμφέρει ή όχι.
Οι χωριστές φορολογικές δηλώσεις κρύβουν παγίδες έξτρα φόρου για τα εισοδήματα που απέκτησαν τον 2019 και θα τα εμφανίσουν στην φετινή τους φορολογική δήλωση.
Οι παγίδες κρύβονται στα τεκμήρια διαβίωσης και στις δαπάνες κατοχύρωσης της έκπτωσης φόρου των 1.900 – 2.100 ευρώ που οδηγεί σε έμμεσο αφορολόγητο όριο.
Ειδικότερα:
Σε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων, αν τα τεκμήρια διαβίωσης που βαρύνουν τον έναν εκ των δύο συζύγων προσδιορίζουν το τεκμαρτό εισόδημά του σε επίπεδο υψηλότερο του δηλωθέντος, η επιπλέον διαφορά εισοδήματος δεν θα είναι δυνατό να καλυφθεί από το δηλωθέν εισόδημα του άλλου συζύγου, διότι αυτό θα αναγράφεται σε ξεχωριστή δήλωση. Έτσι, ο σύζυγος του οποίου το τεκμαρτό εισόδημα θα είναι μεγαλύτερο του δηλωθέντος θα κληθεί να καταβάλει αδίκως σημαντικού ύψους φόρο εισοδήματος. Μια τέτοια εξέλιξη είναι βέβαιο ότι θα πλήξει κυρίως τις γυναίκες συζύγους που δεν εργάζονται, αλλά είναι νοικοκυρές. Ειδικά στις περιπτώσεις αυτές, επειδή το δηλωθέν εισόδημα θα είναι μηδενικό, το φορολογητέο εισόδημα θα προσδιορίζεται εξ ολοκλήρου από τα τεκμήρια διαβίωσης σε επίπεδο σημαντικά υψηλότερο των 3.000 ευρώ (3.000 ευρώ το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης, συν τα τεκμήρια για τις κατοικίες και το Ι.Χ. που χρησιμοποιεί η σύζυγος). Το τεκμαρτό αυτό εισόδημα θα θεωρείται ως «εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες», το οποίο θα είναι αφορολόγητο μέχρι το επίπεδο των 8.636-9.545 ευρώ υπό την προϋπόθεση ότι στο όνομα της συζύγου έχουν εξοφληθεί με «πλαστικό χρήμα» ή με άλλο μέσο ηλεκτρονικής πληρωμής δαπάνες για αγορές αγαθών και λήψη υπηρεσιών συνολικού ετήσιου ύψους 10%-18,75% του εισοδήματος αυτού. Αν δεν έχουν εξοφληθεί με τον τρόπο αυτό από τη σύζυγο οι συγκεκριμένες δαπάνες, τότε για ποσοστό μέχρι 10%-18,75% του τεκμαρτού της εισοδήματος θα κληθεί να πληρώσει «πέναλτι» φόρου 22%.
Κάλυψη e-αποδείξεων. Οι χωριστές δηλώσεις θα δημιουργήσουν γενικότερο πρόβλημα στην κάλυψη του απαιτούμενου ποσοστού επί του εισοδήματος κάθε συζύγου με δαπάνες που έχουν γίνει με πλαστικό χρήμα. Όσοι δεν καλύψουν το απαιτούμενο ποσό με πλαστικό ή ηλεκτρονικό χρήμα τότε θα χρεωθεί με το «πέναλτι» του επιπλέον φόρου 22%. Κι αυτό διότι αν ο ένας σύζυγος υπερκαλύπτει με τις δικές του δαπάνες το απαιτούμενο ποσοστό και ο άλλος δεν το καλύπτει, δεν θα μπορεί να γίνει μεταφορά του επιπλέον ποσού από τον έναν σύζυγο στον άλλον. Έτσι ο σύζυγος που δεν θα καλύπτει το απαιτούμενο ποσοστό θα χρεώνεται με τον επιπλέον φόρο 22%.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου